βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
βαθμίδα — βαθμίς step fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιμμερίδια βαθμίδα — Βαθμίδα της μάλμιας υποδιάπλασης της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, ανάμεσα στη λουσιτάνια και στην πορτλάνδια βαθμίδα. Τυπικό πέτρωμά της είναι ο άργιλος, που περιέχει πολυάριθμα οργανικά υπολείμματα, μεταξύ των οποίων και αμμωνίτες.… … Dictionary of Greek
κενομάνια βαθμίδα — Βαθμίδα της ανώτερης κρητιδικής ή νεοκρητιδικής υποδιάπλασης, μεταξύ αλβίου και τουρωνίου βαθμίδας. Τα πετρώματά της περιέχουν ορισμένα απολιθωμένα γένη αμμωνικών (σλενπαχία, ακανθόκερας) και στρώματά της βρέθηκαν στην Ελλάδα, στην Εύβοια, στην… … Dictionary of Greek
ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… … Dictionary of Greek
λουσιτάνια βαθμίδα — Η μεσαία από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες διαιρείται η μάλμια υποδιάπλαση του ανώτερου ιουρασικού συστήματος του μεσοζωικού αιώνα. Εκτεινόταν χρονικά μεταξύ οξφόρδιας και κιμεριδίας βαθμίδας και υποδιαιρείται σε τρεις υποβαθμίδες: αργόβιο,… … Dictionary of Greek
ραίτια βαθμίδα — Η κατώτερη βαθμίδα της λιάσιας υποδιάπλασης. Χαρακτηρίζεται από αμμωνιτοφόρους σχιστόλιθους στις Ραιτικές Άλπεις και παρουσιάζεται με τη μορφή γεωλογικών στρωμάτων στα οποία κυριαρχεί το απολίθωμα «αβίκουλα κοντόρτα». Στρώματα της βαθμίδας αυτής… … Dictionary of Greek
άλβιο ή άλβιος βαθμίδα — (albian). Είναι η νεότερη βαθμίδα του κατώτερου κρητιδικού του μεσοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας αυτής παρουσιάζονται σε πολλά μέρη. Χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών στην Ευρώπη είναι ότι περικλείουν ορισμένα απολιθώματα αμμωνιτών. Στην… … Dictionary of Greek
ετάνζιος βαθμίδα — Η τελευταία βαθμίδα της ιουράσιας περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Παρατηρήθηκε το 1864 από τον Γάλλο γεωλόγο Ε. Ρενεβιέ και αποτελείται από ασβεστολιθικές άμμους ή μάργες με αμμωνίτες … Dictionary of Greek
καλάβρια βαθμίδα — Η αρχαιότερη βαθμίδα του πλειστόκαινου της τεταρτογενούς περιόδου. Συνίσταται στην τυπική περιοχή, όπου παρουσιάζεται από άμμους και χαλίκια που έχουν επικαθήσει σε αρχαιότερα πλειστοκαινικά στρώματα. Στη Μεσσήνη η κ.β. περικλείει τη σημαντική… … Dictionary of Greek